- παρενείρειν
- παρά-ἐνείρωentwinepres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρενείρω — ΝΜΑ παρεμβάλλω, παρενθέτω («τῷ λόγῳ περιττὰς προτάσεις παρενείρειν», Αλέξ. Αφρ.) αρχ. 1. παρεισάγω («παρενείρειν χεῑρα», Σωρ.) 2. φρ. «ἑαυτὸν εἰς πάντα παρενείρων» παρεμβάλλοντας τον εαυτόν του σε κάθε πράγμα (Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * +… … Dictionary of Greek